- ιόμωροι
- ἰόμωροι, οἱ (Α)(για τους Αργείους)1. θορυβώδης, ταραχώδης, φωνακλάς («Ἀργεῑοι ἰόμωροι», Ομ. Ιλ.)2. δυστυχής, άθλιος, δύσμοιρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά δύο φορές στην Ιλιάδα ως προσδιοριστικό τού ον. Αργείοι. Οι αρχαίοι σχολιαστές τήν ερμηνεύουν «ἐπιφανεῖς διὰ τῶν βελῶν», έχοντας προφανώς κατά νου τη λ. ἐγχεσίμωροι «που μάχονται με τη λόγχη» και εκλαμβάνοντας το α΄ συνθετικό της ως τη λ. ἰός (ΙI) «βέλος». Η ερμηνεία αυτή όμως θεωρείται λανθασμένη τόσο λόγω τής βραχύτητας τού ἰ-, που στο ἰός (ΙI) είναι μακρό, όσο και για τα σημασιολογικά προβλήματα που παρουσιάζει. Και στις δύο περιπτώσεις στις οποίες η λ. εμφανίζεται στην Ιλιάδα (Δ 242 και Ξ 479) τα λόγια που απευθύνονται στους Έλληνες είναι περιφρονητικά και χλευαστικά. Επικρατέστερη, γι' αυτό, θεωρείται η άποψη ότι το α΄ συνθετικό ἰο- προέρχεται από τα επιφωνήματα ἰά, ἰή, οπότε η λ. σημαίνει «φωνακλάς, ικανός μόνο για λόγια». Το β΄ συνθετικό -μωροι είναι άγνωστης ετυμολ. Απαντά επίσης στις λ. ὑλακό-μωροι (κύνες) και ἐγχεσί-μωροι. Η πρώτη είναι κακόσημη (χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα σκυλιά ως φωνακλάδικα), ενώ η δεύτερη εύσημη. Το ἰόμωροι θα πρέπει μάλλον να παραλληλισθεί με το ὑλακόμωροι].
Dictionary of Greek. 2013.